- σκιακός
- σκιακόςshadymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιακός — ή, όν, Α [σκιά] 1. σκιερός 2. φρ. «σκιακὸν ὡρολόγιον» ηλιακό ρολόγι … Dictionary of Greek